- μικρόφρων
- μικρόφρων, ὁ και ἡ (Α)1. αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ο μετριόφρων2. μικροπρεπής, χαμερπής.επίρρ...μικροφρόνως (Α)με μικρόφρονα τρόπο, μικροπρεπώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.